Οι ξερολιθιές, γνωστές και ως «πεζούλες» δομούνται «εν ξηρώ», χωρίς τη χρήση συνδετικής κονίας και εντοπίζονται σε ζωνικά εδάφη πολλαπλών οικισμών ανά τον Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για τον πιο κύριο συντελεστή διατήρησης του Κυκλαδίτικου τοπίου καθώς επιβραδύνει την διάβρωση, αφού κυριαρχεί η χαμηλή βλάστηση και το ξηρό κλίμα.
Οι ξερολιθικοί τοίχοι ή ορθότερα μαντρότοιχοι, διατρέχουν όλα τα νησιά με τη δημιουργία αναβαθμίδων και περικλείουν την γη που ανήκει στους νησιώτες. Δημιουργήθηκαν για την κάλυψη της ανάγκης του ανθρώπου για επιβίωση προσαρμόζοντας τους ζωτικούς φυσικούς πόρους. Εξυπηρετούν την συγκράτηση του νερού και καθορίζουν ιδιοκτησιακά όρια οικοπέδων. Χρησιμοποιούνται συνήθως σε ορεινούς οικισμούς της Χώρας, αλλά και σε νησιωτικούς με κλιμακωτή δομή, όπως η Μύκονος. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η μοναδική διακοπή χτισίματος με στόχο τον σχηματισμό ανοίγματος, που ονομάζεται εμπατή, «ομπατή» ή «αμπασιά» ανάλογα την περιοχή, για την επικοινωνία και πρόσβαση στο χωράφι. Το στενό αυτό πέρασμα φράζεται με ξερόκλαδα ή πέτρες και ετυμολογικά σημαίνει «μπαίνω».
Στις Κυκλάδες επικρατεί ξηρό μεσογειακό κλίμα, με θερμό και άνυδρο καλοκαίρι και ήπιο σχετικά υγρό χειμώνα. Ακολουθώντας την πορεία της αρχιτεκτονικής στην Μεσόγειο και τη διαχρονική χρήση μεγάλων λίθων, τα νησιά των Κυκλάδων στηρίζονται σε κατασκευές από λιθοδομές λόγω της αφθονίας της πέτρας, αλλά και του άνυδρου του μέρους. Οι ξερολιθιές, λοιπόν, δεν απαντούν μόνο σε μια ανάγκη ιδιοκτησίας, αλλά και σε μια ανάγκη αισθητικής συνομιλίας με το τοπίο και εκμετάλλευσης του τόπου με τα ίδια μέσα του. Ο Αριστείδης Ρωμανός στο βιβλίο του σχετικά με την Μύκονο (Ρωμανός, 1983), επισημαίνει ότι «τα πιο ενδιαφέροντα γεγονότα και χαρακτηριστικά της ιστορικής εξέλιξης του τόπου είναι εκείνα ακριβώς που περιγράφουν την συχνά αγωνιώδη προσπάθεια των κατοίκων του να επινοήσουν έναν τρόπο επιβίωσης πάνω σε ένα βραχώδη τόπο».
Συγκεράζοντας τα παραπάνω, η βραχώδης φύση των Κυκλάδων δημιουργεί ένα πολλαπλά αισθητηριακό τοπίο, που ο τόπος ρυθμίζει τη ζωή και θέτει τις βάσεις για την ανάπτυξη του πολιτισμού, μέσα από το αναγκαίο, το χρήσιμο. Η γνωστή στην Μύκονο «ξερολιθιά», επινοήθηκε για να καλύψει βασικές ανάγκες διάκρισης των περιοχών βοσκής.
Οι ξερολιθιές αποτελούν δείγμα ήπιας και οικολογικής δόμησης, που εντάσσεται απόλυτα στο φυσικό περιβάλλον, με δυνατότητα πλήρους ανακύκλωσης των υλικών της, ενώ ταυτόχρονα είναι μάρτυρες της συνεχούς ανθρώπινης δραστηριότητας στην ύπαιθρο (ΕΛΛΕΤ). Οι αγροτικοί δρόμοι λειτουργούν, όπως λέει η Τριαματάκη (Τριαματάκη, 2017) «σαν τις αρτηρίες ενός οργανισμού που τρέφουν το κάθε κύτταρο», λειτουργώντας σε τρία επίπεδα σύνδεσης:
Το μεγαλύτερο όμως όφελος είναι ότι οι ξερολιθιές είναι ένας οικολογικός τρόπος διαχωρισμού των περιοχών, αφού δεν διαταράσσουν τον φυσικό βιότοπο. Θεωρούνται ως ένας τρόπος ανακύκλωσης άχρηστων υλικών (λίθοι που υπάρχουν ήδη στα χωράφια) και τα οφέλη τους είναι πολλαπλά, καθώς δημιουργούν τοπικά ένα μικρό-κλίμα από την ηλιακή ενέργεια που απελευθερώνεται τη νύχτα. Έτσι, η μεταβολή της θερμοκρασίας κοντά στις ξερολιθιές είναι πιο σταθερή. Το μικρό-κλίμα αυτό παρουσιάζει ομοιότητες με άλλα ξηρά περιβάλλοντα, τα οποία χαρακτηρίζονται από την έλλειψη νερού και υψηλές θερμοκρασίες.
Οι ξερολιθικές κατασκευές συνθέτουν ένα θερμικό περιβάλλον ευνοϊκότερο του ξηρού κλίματος των Κυκλάδων. Τους θερινούς μήνες, κατά τη διάρκεια της ημέρας, η υγρασία στα κενά των αρμών είναι μεγάλες, ενώ η θερμοκρασία είναι σαφώς χαμηλότερη από την εξωτερική. Έτσι λειτουργούν σαν θύλακας του άνυδρου και θερμού κλίματος της υπαίθρου. Ακόμη, μέσω της αγωγιμότητας της μάζας του τοίχου, αποθηκεύεται ηλιακή θερμότητα και η κατασκευή (λίθος) λειτουργεί θερμοχωριτικά, αφού την ημέρα αποθηκεύεται μεγάλη ποσότητα θερμότητας που αποδίδεται με διαφορά φάσης το βράδυ, ευνοώντας τις καλλιέργειες των ξερολιθιών. Οι θερμικές παράμετροι που επικρατούν και συγκεκριμένα η ικανότητα των πετρών να θερμαίνονται γρήγορα, να συντηρούν τη θερμότητα αυτή ακόμη και μετά τη δύση του ηλίου, τις καθιστά ιδιαιτέρως σημαντικές θέσεις θερμορύθμισης.
Αναφορικά με το μικροκλίμα που αναπτύσσεται πολλά ζώα, φυτά και άλλοι φιλικοί προς τη γεωργική παραγωγή μικροοργανισμοί, διαβιούν στο περιβάλλον της πέτρας, σε σχισμές/ρωγμές/κοιλότητες κ.α., αποτελώντας στοιχεία του αγροτικού βιότοπου ευνοώντας την ισορροπία του οικοσυστήματος της χλωρίδας και της πανίδας. Στους τοίχους αυτούς συναντάμε διάφορα είδη λειχήνων. Οι βοτανολόγοι τα κατατάσσουν σε μία ειδική κατηγορία, στην οποία ανήκουν ο αμάραντος και το σαπουνόχορτο. Και τα δύο φυτρώνουν στο πάνω μέρος των ξερολιθιών και στις κοιλότητες των τοιχωμάτων και όπου υπάρχει η δυνατότητα ριζώματος. Ανάλογα με το βαθμό σκίασης, τον προσανατολισμό ή την παλαιότητα των κτισμάτων, διαφέρουν τα είδη φυτών, καθώς και ο βαθμός κάλυψης των τοιχίων. Σαφώς, τα είδη ποικίλλουν πολύ από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τη γεωγραφική θέση (κλίμα, υψόμετρο, απόσταση από θάλασσα κ.λπ.).
Σχετικά με τα ζώα, παρατηρούνται διάφορα είδη σαύρας, και φιδιών, καθώς και σκαντζόχοιροι, διάφορα τρωκτικά και μερικά μικρά πουλιά. Επικρατούν τα ασπόνδυλα είδη, που επιβιώνουν σε υψηλές θερμοκρασίες, ενώ στην Μύκονο βρίσκουν εκεί καταφύγιο μεταξύ άλλων και τα «κροκοδειλάκια». Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία σαύρα ονοματισμένη ως «χερσαίο κροκόδειλο» («Agama stellio mykonensis»), μεγαλύτερου μεγέθους και με «αγκαθωτή όψη», που εντοπίζεται στους άγονους βράχους του νησιού. Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγεται και ο «κολόσαυρος», που εντοπίζεται και στην Τήνο και έχει πρασινωπή όψη και χρυσοκίτρινα πλευρά. Επιπλέον, την πανίδα του νησιού αποτελούν μικρότερες σαύρες (σαυράδες ή αλλιώς σαμιαμίδια), καθώς και 5 είδη φιδιών. Πρόκειται για τον «ανήλιαστο» ( Typhlops vermicularis), που ζει υπόγεια και είναι μυρμηγκοφάγο, το «αγιόφιδο» ( Telescopus fallax fallax), τον «λαφίτη» (Elaphe quatuorlineata muenteri) κ.α. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται να είναι ακίνδυνα για τον άνθρωπο και παρατηρούνται τόσο στην Μύκονο όσο και στην Δήλο. Εξαίρεση αποτελούν το «νερόφιδο» (Natrix natrix Schweizer), ως ιδιαίτερα σπάνιο είδος που εμφανίζεται μόνο στην Μύκονο, και ο αστρίτης ή δρίτης ή θεριό, ο οποίος διαφοροποιείται μόνο λόγω της δηλητηριώδης φύσης του, που σε λίγες μόνο περιπτώσεις έχει αποβεί θανατηφόρα (χ.σ., 1996)
Τέλος, σχετικά με τα έντομα, αρκετά είδη συσσωρεύονται στις ξερολιθιές την Άνοιξη και το Φθινόπωρο προκειμένου να διανύσουν την περίοδο της χειμέριας νάρκης. Παραδείγματα αποτελούν οι πασκαρίφημααλίτσες, διάφορα είδη πεταλούδων και σαλιγκαριών.
Οι στόχοι και τα πολλαπλά οφέλη από τη δημιουργία αναβαθμίδων συνοψίζονται κατά βάση του βιβλίου «Αναβαθμίδες Καλλιέργειας» (Πετανίδου,2021) ως εξής:
Παρατηρούμε ότι τα οφέλη της ξερολιθιάς είναι πολλαπλά για τη φύση, το οικοσύστημα και τον άνθρωπο, καθώς και το μικροκλίμα της εκάστοτε περιοχής. Ακολούθως θα μελετηθούν και αναλυτικά τα οφέλη αυτά με ιδιαίτερη έμφαση στη Μύκονο. Ωστόσο στο παρόν παραδοτέο είναι χρήσιμη και η αναφορά εκτός της φυσικής και της πολιτιστικής τους αξίας. Σύμφωνα με το «ΕΘΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΫΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» και συγκεκριμένα με το «ΔΕΛΤΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΆΥΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ – Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΞΕΡΟΛΙΘΙΑΣ» και αναφορικά με την πολιτιστική της αξία : «Η ξερολιθιά αποτελεί μια πολιτισμική επιλογή και η παρουσία των ξερολιθικών κτισμάτων κοινωνικοποιεί τον χώρο. Η πολιτισμική αξία των κτισμάτων αυτών σχετίζεται και με την αναπτυσσόμενη στις μέρες μας συνείδηση ότι η συγκεκριμένη τεχνογνωσία και τα έργα της αποτελούν μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς των τοπικών κοινωνιών του ελλαδικού χώρου». Στην ίδια πηγή, εντοπίζουμε τις διάφορες ονομασίες που λαμβάνουν οι ξερολιθιές ανά περιοχές. Πιο συγκεκριμένα, αυτές είναι οι εξής: «λιθοζώναρα», «αιμασιές» στην Άνδρο, «χαλάκια» στην Νάξο, «δαμάκια» στην Πάρο, «τράφοι», «παραβόλια» και «λουρίδες» την Κρήτη, «βαστάδια» ή «βασταοί» στην Νίσηρο, «χτιά» ή «οχτιά» στην Αμοργό.